μαρέα

μαρέα
η (Μ μαρία)
δημώδης λέξη για την παλίρροια και κυρίως για την πλημμυρίδα, την ανύψωση τής στάθμης τών υδάτων, αλλ. φουσκονεριά, μπασιά
μσν.
θαλάσσιο ρεύμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παλαιότ. ιταλ. maria].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Μαρέᾳ — Μαρέαι , Μαρέη fem nom/voc pl Μαρέᾱͅ , Μαρέη fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μάρεα — Μάρης masc acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μάρεα — μάρις fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μαρέας — Μαρέᾱς , Μαρέη fem acc pl Μαρέᾱς , Μαρέη fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μαρέαν — Μαρέᾱν , Μαρέη fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μαρεώτις — (αιγυπτ. Maruyt). Αβαθής αλμυρή λίμνη (250 τ. χλμ.) της Αιγύπτου. Βρίσκεται στα ΝΔ της Αλεξάνδρειας και η ονομασία της προήλθε από τους Έλληνες της αρχαιότητας. Στις όχθες της βρισκόταν κατά την αρχαιότητα η πόλη Μαρέα, πρωτεύουσα του Ινάρω,… …   Dictionary of Greek

  • Μαρεωτικός — Μαρεωτικός, ή, όν, αρσ. και Μαρεώτης, θηλ. και Μαρεῶτις (Α) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Μάρεια ή Μαρέα, πόλη τής Κάτω Αιγύπτου 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ Μαρεῶτις (ενν. λίμνη) ονομασία λίμνης κοντά σ αυτή την πόλη 3. το αρσ. ως ουσ. ὁ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”